χαλίφρονας

χαλίφρονας
χαλίφρων
light-minded
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλίφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. ασύνετος, απερίσκεπτος («νήπιός εἰς, ὦ ξεῑνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων», Ομ. Οδ.) 2. ενδοτικός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χαλίφρων κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος» β) «χαλίφρονας... βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῑς καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”